4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Iστορίες Γνώσης και Πάθους

Συσκότιση

Ο L. J. K. Setright θυμάται πώς τα ελαστικά άλλαξαν χρώμα.

ΜE εξαίρεση, πιθανόν, τον κόσμο της Formula 1, στον οποίο οι αμοιβές των ειδικών στη
βιομηχανική κατασκοπεία καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος των ισολογισμών των ομάδων, κανένα
άλλο κομμάτι της αυτοκινητοβιομηχανίας δεν είναι τόσο μυστικοπαθές όσο αυτό των
κατασκευαστών ελαστικών. Διαρκώς τρομοκρατημένοι ότι κάποιος ανταγωνιστής θα μάθει τα
μυστικά της γόμας ή της διαδικασίας παραγωγής τους, διαρκώς πεπεισμένοι ότι κανείς εκτός
της βιομηχανίας ελαστικών δεν μπορεί ή δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει τι ή πώς το
κάνουν. Οι κατασκευαστές ελαστικών διατηρούν μια -αξιοσέβαστη- σιγή σχετικά με τις
δραστηριότητές τους.
Κάθε τόσο, φοβούμενοι ότι το σκόπιμα ανενημέρωτο κοινό θα τους ξεχάσει, κάποιος από
αυτούς θα υποσχεθεί κάτι το οποίο θα είναι παντελώς ασήμαντο, απλώς και μόνο για να
διατηρήσει το όνομα της εταιρείας του στην επικαιρότητα. Ένα από τα πιο πρόσφατα
παραδείγματα αυτής της ανούσιας διαδικασίας περιστασιακής διαφήμισης είναι η υπόσχεση για
χρωματιστά ελαστικά, κάτι τόσο άχρηστο, που μπορεί κάλλιστα να πετύχει στη σημερινή
αγορά. Παρ? όλα αυτά, το πρέπον χρώμα για ένα ελαστικό παραμένει το μαύρο, όπως
διατηρείται όχι καθ? όλη την ιστορία του αυτοκινήτου, αλλά τουλάχιστον τα τελευταία 85
χρόνια.
Το 1919, πολλοί άνθρωποι φορούσαν μαύρα. Ο Μεγάλος Πόλεμος είχε μόλις τελειώσει και η
επιδημία της γρίπης ήταν σε εξέλιξη, προκαλώντας αντίστοιχο αριθμό θανάτων. Συνεπώς,
πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν κάποιο νεκρό να θυμούνται. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ποιητής
Γ. Χ. Όντεν έγραφε «Aφήστε τους τροχονόμους να φορέσουν μαύρα βαμβακερά γάντια» στο
θρηνητικό «Σταματήστε όλα τα ρολόγια». ¶λλωστε, ήδη εδώ και τουλάχιστον 300 χρόνια, στις
περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες το μαύρο είναι το χρώμα του πένθους (στην Ιαπωνία είναι
κάπως διαφορετικά, γι? αυτό και είναι δύσκολο να βρει κανείς λευκά γιαπωνέζικα
αυτοκίνητα). Το 1919, τα περισσότερα ελαστικά έγιναν και αυτά μαύρα.
Δεν είναι, ίσως, περίεργο το γεγονός ότι λίγοι θυμούνται πια πόσο διασκεδάσαμε, κάπου
είκοσι χρόνια πριν, στην προοπτική να γίνουν μπλε τα ελαστικά, όταν η βιομηχανία έκανε
τις πρώτες δοκιμές στη χρήση του μίγματος πυριτίου - ένα υλικό που σήμερα χρησιμοποιείται
ευρέως, χωρίς όμως να «δείχνει» το χρώμα του. Θεωρώ, όμως, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι
λίγοι θυμούνται πως, μέχρι τη χρονιά που άνοιξαν οι πίστες στο Ζίγκφελντ Φόλις και στο
Μπρούκλαντς, όλα τα ελαστικά ήταν λευκά. Δεν είναι ανάγκη κάποιος να έχει ζήσει εκείνη
την εποχή για να το θυμάται (ούτε ο Σετράιτ είναι τόσο γέρος, ώστε να έχει ζήσει το
1907), αλλά υπάρχει πληθώρα φωτογραφικών αποδείξεων που κάποιοι ή και όλοι μας θα πρέπει
να έχουμε δει, πέραν, φυσικά, από κάποιες βιβλιογραφικές αναφορές, τις οποίες όποιος
ασχολείται με ελαστικά πρέπει να γνωρίζει. Όσο και αν οι βρόμικοι δρόμοι της εποχής τα
λέρωναν, τα ελαστικά ήταν λευκά. Όχι απαραίτητα αστραφτερά λευκά, όπως ένα φρεσκοπλυμένο
πουκάμισο, αλλά τουλάχιστον ένα βρόμικο γκρι ή, ίσως, κρεμ.
Ακόμα και 70 ή 80 χρόνια αφού τα ελαστικά άρχισαν να «πενθούν», υπήρχαν ακόμα πολλά
λαστιχένια αντικείμενα στα μαγαζιά που είχαν την ίδια λευκή υφή. Φτηνά πώματα για το
νεροχύτη της κουζίνας, φτηνή μόνωση για καλώδια χαμηλής τάσης, φτηνές σόλες για αθλητικά
παπούτσια, ακόμα και φτηνά λάστιχα για τα τρίκυκλα και τα καροτσάκια των παιδιών. Όλα
έμοιαζαν αρκετά εντυπωσιακά στο μάτι, αλλά σύντομα ξεθώριαζαν και μετατρέπονταν σε μια
σκονισμένη ύλη η οποία δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη γόμα.
Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι υπήρχε λίγη πολύτιμη γόμα μέσα σε αυτά τα πολυπόθητα
αντικείμενα. Έχοντας ως στόχο να πουληθούν φτηνά και, συνεπώς, κατασκευασμένα όσο
φθηνότερα γινόταν, αυτά τα αντικείμενα είχαν μέσα τους τόση γόμα όση τολμούσαν να βάλουν
οι κατασκευαστές. Στη συνέχεια, πρόσθεταν γαλλική κιμωλία, που καμία σχέση δεν έχει με το
γνωστό μας ανθρακικό ασβέστιο και η οποία ήταν ένα περίεργο ταλκ με λιπαντικές και
στεγνοκαθαριστικές ιδιότητες το οποίο χρησιμοποιούσαν και οι ράφτες, για να «μαρκάρουν»
τα υφάσματα. Ήταν αυτό το οποίο δημιουργούσε τη σκόνη μεταξύ της σαμπρέλας και του
εξωτερικού καλύμματος, όταν τα ελαστικά φτιάχνονταν από τέτοια ανομοιογενή υλικά. Mια
μικρή ποσότητα από το συγκεκριμένο υλικό υπήρχε σε κάθε κουτί επισκευών ενός ποδηλάτη,
τότε που κανένας ταξιδευτής δεν τολμούσε να περιπλανηθεί στις εθνικές οδούς χωρίς αυτό.
Ως συμπλήρωμα του μίγματος της «γόμας» θα πρέπει να θεωρούνταν πολύ λογικό ως επιλογή.
Όχι μόνο είχε το ίδιο χρώμα με τη φυσική γόμα, που έβγαινε από τα δέντρα του καουτσούκ,
αλλά ήταν και πολύ φτηνό. Μαζί με τη γόμα και το απαραίτητο θειάφι για το βουλκανισμό, η
πρώιμη βιομηχανία ελαστικών πρόσθετε και άλλα στοιχεία, τα οποία είχαν βρεθεί εμπειρικά
και βελτίωναν τις ιδιότητες του ελαστικού. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν οξείδιο του
ψευδαργύρου, μονοξείδιο του μολύβδου και μαγνήσιο. Η γενναία χρήση οξειδίου του
ψευδαργύρου και τα φτηνά συμπληρωματικά υλικά ήταν αυτά που έδιναν το λευκό χρώμα στο
«εξωτερικό κάλυμμα» των ελαστικών (έτσι λέγονταν τα ελαστικά την εποχή της σαμπρέλας).
Περίπου το 1910, κάποιος στη Silvertown Rubber Company, στο Λονδίνο, είχε την ιδέα να
δοκιμάσει την επίδραση του μελανιού που χρησιμοποιούσαν οι γραφιάδες στο μίγμα των
ελαστικών. Όποιος είχε αυτή την ιδέα υπονοούσε ότι είχε στο νου του μια αισθητική αλλαγή,
αλλά αυτό φαντάζει απίθανο, αφού η Pirelli είχε κάνει το ίδιο, ήδη από το 1907, και θα
έπρεπε να ήταν σχεδόν προφανές, πλέον, ότι είχε αποφέρει σημαντικές βελτιώσεις στην
αντοχή του ελαστικού.
Ο άνθρακας που χρησιμοποιούσαν προερχόταν από την ατελή καύση των αέριων υδρογονανθράκων.
Η Silvertown πέρασε το μυστικό της στην Diamond Rubber Co (που σύντομα εξαγοράστηκε από
την B. F. Goodrich) στις ΗΠΑ και σε χρόνο ρεκόρ ο άνθρακας χρησιμοποιούνταν σε μίγματα
ελαστικών σε όλη την αμερικανική βιομηχανία, απ? όπου και εξαπλώθηκε στον υπόλοιπο κόσμο.
Τα απειροελάχιστα μικρά τεμάχια άνθρακα βρέθηκε ότι εισχωρούσαν στα μόρια της γόμας,
βελτιώνοντας στο δεκαπλάσιο την αντοχή της στη φθορά.
Ήταν αυτή η απίστευτη μικρότητα των σωματιδίων που έκαναν τον άνθρακα τόσο σημαντικό και
χρήσιμο. Tα συγκεκριμένα σωματίδια είναι μεταξύ των μικρότερων που γνωρίζουμε και αυτό
τους δίνει δύο σημαντικές ιδιότητες. Η μια είναι η απίστευτα μεγάλη επιφάνεια σε σχέση με
τη μάζα και η άλλη είναι η δυνατότητα να εισχωρούν σε μεγάλα μόρια και να τους αλλάζουν
τις ιδιότητες. Η παραγωγή εξειδικευμένων ανθράκων ήταν, γι? αυτόν το λόγο, στο επίκεντρο
των βιομηχανιών παραγωγής ελαστικών από τη δεκαετία του ?50 μέχρι και τη δεκαετία του
?80, όταν οι χημικοί τους άρχισαν να εξελίσσουν ακόμα και εξειδικευμένα μόρια θείου στα
οποία μπορούσε να εισχωρήσει η επιθυμητή ποσότητα άνθρακα (το θείο είναι εκείνο το οποίο
ενεργοποιεί τη γόμα κατά το βουλκανισμό, προκειμένου να γίνει πιο ανθεκτική και σταθερή).
Υπήρξε μια μεταβατική περίοδος, τον πρώτο καιρό μετά το 1919, κατά την οποία τα πέλματα
των ελαστικών, τα οποία υπέφεραν από τη φθορά, ήταν μαύρα, ενώ τα πλαϊνά ήταν λευκά ή
κρεμ. Τα ελαστικά με τα λευκά πλαϊνά τοιχώματα, που τόσο πολύ άρεσαν στους στιλίστες
εκείνης της εποχής, δεν ήταν και τόσο καινούρια ιδέα. Όταν, όμως, έγινε γνωστό ότι το
μαύρο λειτουργούσε και ως ασπίδα για την υπεριώδη ακτινοβολία, τότε κατέστη ξεκάθαρο ότι
αυτό θα έπρεπε να είναι το χρώμα όλων των ορατών μερών του ελαστικού.
Μέχρι το 1919, η Αμερική είχε 9.000.000 αυτοκίνητα στους δρόμους της (πολλά από αυτά ήταν
τα μαύρα Tin Lizzies του Χένρι με ελαστικά στο ίδιο χρώμα). Ακόμα και η Βρετανία είχε
περίπου 80.000 χιλιάδες και ήδη εισήγαγε Ford σε καταιγιστικούς ρυθμούς, την ίδια στιγμή
που η Γαλλία (κάποτε η μητρόπολη της αυτοκίνησης και ακόμα και τότε το επίκεντρο του
μηχανολογικού σχεδιασμού και των αισθητικών εξελίξεων) είχε ένα από τα πιο εντυπωσιακά
Σαλόνια αυτοκινήτου της εποχής. Όταν το Σαλόνι αυτοκινήτου του Παρισιού του 1919 άνοιξε
τις πύλες του, αποκάλυψε μια πλειάδα νέων και ελκυστικών αυτοκινήτων, η πλειονότητα των
οποίων «στεκόταν» πάνω σε μαύρα ελαστικά.
Κανείς τότε δεν το είδε ως σημάδι επερχόμενου... πένθους, εκτός ίσως από τους παραγωγούς
της γαλλικής κιμωλίας._ L.J.K.S.

«Όσο και αν οι βρόμικοι δρόμοι της εποχής τα λέρωναν, τα ελαστικά ήταν λευκά. Όχι
απαραίτητα αστραφτερά λευκά, όπως ένα φρεσκοπλυμένο πουκάμισο, αλλά τουλάχιστον ένα
βρόμικο γκρι ή, ίσως, κρεμ».